φέγγε' — φέγγεα , φέγγος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φέγγει , φέγγος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φέγγεϊ , φέγγος light neut dat sg (epic ionic) φέγγει , φέγγος light neut dat sg φέγγεε , φέγγος light neut nom/voc/acc dual (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγω — ΝΜΑ 1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ στο σπίτι», Παλαμ. β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ… … Dictionary of Greek
φέγγω — έφεξα 1. μτβ. με γεν., ρίχνω φως σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω: Φέξε μου να δω. 2. αμτβ., εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός, λάμπω: Δε φέγγει καθόλου αυτό το φανάρι. 3. είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής, φεγγρίζω: Η μπλούζα της είναι αραχνοΰφαντη και φέγγει.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεοφεγγής — νεοφεγγής, ές (Α) αυτός που άρχισε να φέγγει πρόσφατα ή αυτός που φέγγει με νέα λάμψη (α. «νεοφεγγὴς μήνη» β. «νεοφεγγὴς αἴγλη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
φέγγω — φέγγω, έφεξα βλ. πίν. 21 (και ως απρόσ. φέγγει) Σημειώσεις: φέγγω : συνήθως ως απρόσωπο, με την έννοια → ξημερώνει ή φωτίζει, μπορεί όμως να έχει και την έννοια → είμαι υπερβολικά αδυνατισμένος (π.χ. έφεξε το πρόσωπο του από τον πυρετό). Στη… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Melina Kana — (griechisch Μελίνα Κανά, eigentlich Μελίνα Κανατά Melina Kanata, * 29. Mai 1966 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die ältere Schwester von Lizeta Kalimeri. Ein Philologiestudium an der Aristoteles Universität… … Deutsch Wikipedia
αγλαοφεγγής — ἀγλαοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά, ζωηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + φέγγος] … Dictionary of Greek
αειφεγγής — ἀειφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος] … Dictionary of Greek
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
αργυροφεγγής — ές ἀργυροφεγγής ( οῡς), ές (AM) αυτός που φέγγει σαν άργυρος, που έχει ασημένια λαμπεράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + φεγγής < φέγγος] … Dictionary of Greek